περιαμπεχούσας — περϊαμπεχούσᾱς , περιαμπέχω put round about pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) περϊαμπεχούσᾱς , περιαμπέχω put round about pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαμπέχει — περϊαμπέχει , περιαμπέχω put round about pres ind mp 2nd sg περϊαμπέχει , περιαμπέχω put round about pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαμπέχοντα — περϊαμπέχοντα , περιαμπέχω put round about pres part act neut nom/voc/acc pl περϊαμπέχοντα , περιαμπέχω put round about pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαμπέχουσι — περϊαμπέχουσι , περιαμπέχω put round about pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περϊαμπέχουσι , περιαμπέχω put round about pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάμπεχε — περϊάμπεχε , περιαμπέχω put round about pres imperat act 2nd sg περϊάμπεχε , περιαμπέχω put round about imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
περιαμπίσω — Α βλ. περιαμπέχω … Dictionary of Greek
περιαμπεχόμενος — περϊαμπεχόμενος , περιαμπέχω put round about pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαμπέσχετο — περϊαμπέσχετο , περιαμπέχω put round about aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαμπέχειν — περϊαμπέχειν , περιαμπέχω put round about pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)